- προσαναλέγω
- V 0-0-0-0-1=1 2 Mc 8,19M: to rehearse (besides), to relate [τι]; neol.
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
προσαναλέγω — Α 1. (το ενεργ. και το παθ.) συναθροίζω, συλλέγω επί πλέον 2. μέσ. προσαναλέγομαι εκθέτω, διηγούμαι κάτι επιπροσθέτως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀναλέγω «συναθροίζω, συγκεντρώνω» (< λέγω [II])] … Dictionary of Greek
λέγω — και λέω (AM λέγω, Μ και λέω) 1. εκφράζομαι με τον προφορικό λόγο, ομιλώ, λαλώ (α. «ο καθένας είπε τις απόψεις του» β. «λεγέτω μὲν οὖν περὶ αὐτοῡ ὡς ἕκαστος γιγνώσκει», Θουκ. γ. «ἔλεξαν ὑπὲρ τῶν στρατηγῶν τάδε», Ξεν.) 2. φρονώ, νομίζω (α. «τί λες… … Dictionary of Greek